- διαβόλους
- διάβολοςslanderousmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ДИАВОЛ — [греч. διάβολος], одно из наименований главы темных сил (см. статьи Демонология, Сатана). Греч. слово διάβολος в библейских и святоотеческих текстах обозначает главного противника Бога. В Септуагинте оно обычно (но не всегда; см., напр.: 3 Цар 11 … Православная энциклопедия
First Epistle to Timothy — The First Epistle to Timothy is one of three letters in New Testament of the Bible often grouped together as the Pastoral Epistles. (The others are Second Timothy and Titus.) The letter, traditionally attributed to Saint Paul, consists mainly of… … Wikipedia
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… … Dictionary of Greek
σκοταρχώ — έω, Μ [σκοτάρχης] (για τους δαίμονες ή τους διαβόλους) είμαι αρχηγός τού σκότους, τών σκοτεινών δυνάμεων («βροτοὺς δᾳδουχῶ καὶ σκοταρχοῡντας φλέγω», Στουδ. θεόδ.) … Dictionary of Greek
τζίνι — και άκλ. τ. τζιν, το, Ν 1. (αραβ. μυθ.) καθένα από τα υπερφυσικά δαιμονικά πνεύματα από φωτιά ή αέρα που είναι υποδεέστερα από τους αγγέλους και τους διαβόλους αλλά μπορούν να μεταμορφώνονται σε οποιοδήποτε ζώο ή σε άνθρωπο 2. (κατ επέκτ.)… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Τόνγκα — Tα νησιά Tόνγκα ή των Φίλων (Friendly Islands), όπως τα ονόμασαν οι Eυρωπαίοι που αποβιβάστηκαν εκεί το 18ο αιώνα, είναι ένα σύνολο 169 μεγάλων και μικρών νησιών στο νότιο Eιρηνικό, στα βόρεια του Tροπικού του Aιγόκερω, ανάμεσα στις 173o και 176o … Dictionary of Greek
Φάουστ, Γιόχαν — Θρυλικό μεσαιωνικό πρόσωπο. Έζησε στις αρχές του 16ου αι. στη Γερμανία, σπούδασε ιατρική στην Κρακοβία και ασχολήθηκε με τη μαγεία και με την αλχημεία. Η ζωή του δεν φαίνεται ομαλή, γιατί διαρκώς τον καταδίωκαν ως μάγο και ζούσε περιπλανώμενος… … Dictionary of Greek